τουλίπα

τουλίπα
Κοινή ονομασία πολυάριθμων ειδών του γένους τουλίπη (οικογένεια λειριιδών ή λιλιιδών, μονοκοτυλήδονα): πρόκειται για πολυετή, ποώδη φυτά με βολβό ωοειδή, κονδυλοειδή, σκεπασμένο με ένα μόνο καστανόχρωμο χιτώνα. Από τον βολβό αναπτύσσονται κάθε χρόνο 3-4 παράρριζα φύλλα, πλατιά, ωοειδή - λογχοειδή, γλαυκοπράσινα, λεία, και ένα ανθοφόρο στέλεχος, γλαυκόχρωμο, που τερματίζει με ένα μόνο άνθος, το οποίο έχει περιγόνιο καμπανοειδές, όρθιο. Το περιγόνιο αποτελείται από 6 πεταλοειδή τμήματα, 6 μεγάλους στήμονες και μια τριγωνική ωοθήκη με στίγμα άμισχο, τριμερές· ο καρπός είναι κάψα τρίχωρη. Οι καλλιεργούμενες ποικιλίες τ. φαίνεται ότι ίσως προέρχονται από την τουλίπη τη γεσνεριάνειο της Ανατολής, από όπου το γένος εισήχθη στην Ευρώπη. Συναντάται ημιαυτοφυές σε πολλές περιοχές και έχει βασικό χρώμα κόκκινο. Η κλίμακα των ποικιλιών, παραλλαγών και υβριδίων τ., που επιλέχτηκαν για καλλωπιστικούς σκοπούς, είναι πάρα πολύ μεγάλη: με τα σχετικά ανθοκομικά ονόματα διακρίνονται τ. με άνθη απλά ή διπλά, πρώιμες ή όψιμες· με περιγόνιο πολύ ανοιχτό ή σχεδόν κλειστό· με φύλλα περιγόνιου αμβλέα, οξέα σχισμένα ή κροσσωτά, μονόχρωμα ή ποικιλόχρωμα ή γραμμωτά (τ. παπαγάλος)· υπάρχουν μορφές νάνου ή γίγαντα. Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει 9 είδη του ίδιου γένους: τ. η κλουσιανή, τ. η χαγέρεια, τ. η ορφανίδεια, τ. η νότια, τ. η πρώιμη, τ. η ορεινή, τ. η βραχοφυής, τ. η κρητική και τ. η βοιωτική· το τελευταίο είδος έχει άνθη έντονα κόκκινα και καλλιεργείται σε μερικά πάρκα και κήπους της Αθήνας για καλλωπιστικούς σκοπούς. Τουλίπα: ποικιλία golden duchess. Από την άγρια τουλίπα οι καλλιεργητές και οι γενετιστές έχουν δημιουργήσει πολλές ποικιλίες και παραλλαγές.
* * *
και τουλίπη, η, Ν
1. βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια λιλιίδες τής τάξης λιλιώδη
2. (γεωπ.) ονομασία ορισμένων ειδών τού παραπάνω γένους και πολλών ποικιλιών που έχουν αναπτυχθεί με υβριδισμό και επιλογή και καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά φυτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. tulipe < τουρκ. tulbend (πρβλ. τουρμπάνι, τουλουπάνι), λόγω τής ομοιότητας τού άνθους τής τουλίπας με το σχήμα αυτού τού κεφαλόδεσμου. Κατ' άλλη άποψη, το γαλλ. tulipe πρέπει να αναχθεί στον ελλ. τ. τολύπη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τουλίπα — η (λ. γαλλ.), καλλωπιστικό φυτό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… …   Dictionary of Greek

  • ανθός — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… …   Dictionary of Greek

  • μονοκοτυλήδονα ή μονοκότυλα — Μία από τις δύο μεγάλες υποδιαιρέσεις των αγγειόσπερμων φυτών, με κύριο χαρακτηριστικό ότι το έμβρυό τους συνοδεύεται από ένα μόνο εμβρυακό φύλλο ή κοτυληδόνα· γενικά έχουν φύλλα επιμήκη, ταινιόμορφα, ωοειδή ή λογχοειδή, με τις νευρώσεις σχεδόν… …   Dictionary of Greek

  • βολβός — Μικρός υπόγειος βλαστός, που αποτελείται από πολλά παχιά, αποχρωματισμένα φύλλα, σαν πλατιά λέπια ή σαν χιτώνες, έτσι ώστε το ένα καλύπτει το άλλο, σε ομόκεντρη κυκλική ή σπειροειδή διάταξη. Στο κέντρο του β. και πάνω από τον δισκοειδή βλαστητικό …   Dictionary of Greek

  • κορμός — Το φυτικό σώμα των κορμοφύτων, το οποίο περιλαμβάνει τη ρίζα, τον βλαστό και τα φύλλα. Η ρίζα στηρίζει το φυτό στο υπόστρωμα και του παρέχει νερό και θρεπτικά συστατικά, ο βλαστός φέρει τα φύλλα, τα άνθη και τους καρπούς, ενώ τα φύλλα, τέλος,… …   Dictionary of Greek

  • κόρμος — Το φυτικό σώμα των κορμοφύτων, το οποίο περιλαμβάνει τη ρίζα, τον βλαστό και τα φύλλα. Η ρίζα στηρίζει το φυτό στο υπόστρωμα και του παρέχει νερό και θρεπτικά συστατικά, ο βλαστός φέρει τα φύλλα, τα άνθη και τους καρπούς, ενώ τα φύλλα, τέλος,… …   Dictionary of Greek

  • τοιχορραγής — ές, Ν φρ. «τοιχορραγής κάψα» βοτ. τύπος ξηρού διαρρηκτού καρπού, όπως είναι ο καρπός τών γενών βιόλα, πρίμουλα, τουλίπα κ.ά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοίχος + ρραγής (< θ. ῥαγ τού ῥήγνυμι, πρβλ. παθ. αόρ. β ἐ ρράγ ην), πρβλ. αιμο ρραγής] …   Dictionary of Greek

  • Γουλιμής, Κωνσταντίνος — (Αθήνα 1886 – 1963).Νομικός και βοτανολόγος. Ο Γ. υπήρξε διακεκριμένος μελετητής της ελληνικής χλωρίδας. Καταγόταν από ιστορική οικογένεια του Μεσολογγίου και σπούδασε νομικά στην Αθήνα, στο Βερολίνο, στο Παρίσι, στο Λονδίνο και στη Ρώμη. Μετά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”